- άχρηστος
- -η, -ο (AM ἄχρηστος, -ον)1. αυτός που δεν χρησιμεύει σε τίποτε, ανώφελος, περιττός2. αισχρός, φαύλοςμσν.1. άκυρος2. ανόητος, απερίσκεπτοςαρχ.-μσν.επίρρ. ἀχρήστωςμάταιααρχ.1. ο χωρίς αποτέλεσμα ή αποτελεσματικότητα2. (για πρόσωπα) ανώφελος, επιζήμιος, επιβλαβής3. αμεταχείριστος, καινούργιος4. (για λόγους) σκαιός, δυσμενής5. αυτός που δεν χρησιμοποιεί κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. άχρηστος αντικατέστησε το επίθ. αχρείος, αφότου το τελευταίο έπαψε να σημαίνει «άχρηστος, ασήμαντος». Έτσι με τη λ. άχρηστος εκφράστηκε και εκφράζεται μέχρι σήμερα η σημασία του μη χρήσιμου. Εν τούτοις στη Μεσαιωνική και το επίθ. άχρηστος, όπως εξάλλου και το αχρείος, προσέλαβε τη σημασία «αισχρός, φαύλος», εν αντιθέσει προς το χρηστός, που από τη σημασία «χρήσιμος» κατέληξε να σημαίνει «ηθικός, ενάρετος»].
Dictionary of Greek. 2013.